- αποτελείωση
- η (AM ἀποτελείωσις)νεοελλ.ολοκλήρωση, αποπεράτωση μιας πράξηςαρχ.-μσν.το να φθάνει κάποιος ή κάτι στην τελειότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποτέλεσμα — το (AM ἀποτέλεσμα) [αποτελώ] 1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης 2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα αρχ. 1. αποτελείωση, συμπλήρωση 2. γεγονός, συμβάν 3. συμπέρασμα, πόρισμα 4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη … Dictionary of Greek
εκτελείωσις — ἐκτελείωσις, η (Α) τελειοποίηση, αποτελείωση … Dictionary of Greek
λειτούργιον — λειτούργιον, τὸ (Α) [λειτουργός] συμπληρωματική ενέργεια για αποτελείωση, για τερματισμό δίκης … Dictionary of Greek